Εκδήλωση στο ΠΑΜΑΚ: Ομιλία του Προέδρου και Ιδρυτή της ΕΕΕΓΑ, κου Ευάγγελου Φυλακτού

Εκδήλωση στο ΠΑΜΑΚ: Ομιλία του Προέδρου και Ιδρυτή της ΕΕΕΓΑ,  κου Ευάγγελου Φυλακτού
December 14 10:43 2016 Print This Article

Θα ξεκινήσω την ομιλία μου από την μακρόχρονη περίοδο που η Ελλάδα ήταν υπόδουλη στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Τούρκοι γνωρίζοντας το μεγαλείο του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού και την ανεκτίμητη κληρονομιά των Ελλήνων, φρόντισαν να κρατήσουν το ελληνικό έθνος για 400 χρόνια στο σκοτάδι της αμάθειας αποκόπτοντας το από το ένδοξο παρελθόν. Ένα πολύ μικρό ποσοστό Ελλήνων κατόρθωνε να μορφώνεται στα Κρυφά Σχολεία, που λειτουργούσαν με το αμυδρό φως μιας κανδήλας σε σπηλιές και απόκρυφα μέρη, κάτω από το αυστηρό βλέμμα του Τούρκου κατακτητή. Αυτοί οι λίγοι Έλληνες μαζί με έναν σημαντικό αριθμό ξενιτεμένων σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, κατόρθωναν να διατηρούν την Ελληνική φλόγα αναμμένη, και ο Αδαμάντιος Κοραής, ο μεγάλος δάσκαλος του γένους, διακήρυττε την διαφύλαξη των προγονικών κτισμάτων.

Μερικές δεκαετίες πριν από την ελληνική επανάσταση, ο Γερμανός θεωρητικός και ιδρυτής της Αρχαιολογικής επιστήμης ΙΩΑΚΕΙΜ ΒΙΚΕΛΜΑΝ, εξυμνώντας το ήρεμο μεγαλείο και την ευγενική απλότητα των Ελλήνων, διαχώρισε την Αρχαία Ελληνική Τέχνη από την Ρωμαϊκή Τέχνη. Σε ένα έργο του αναφέρει ότι τα ελληνικά έργα είναι οι γνησιότερες πηγές τέχνης και είναι ευτυχής ο άνθρωπος που πίνει από αυτές. Αυτό σε συνδυασμό με την έξαρση του νεοκλασικισμού της εποχής εκείνης, το ενδιαφέρον των δυτικοευρωπαίων για τα μνημεία της Ακρόπολης έφθασε στον ύψιστο βαθμό και η Αθήνα, μέσα από το σκοτάδι της δουλείας, έστειλε ένα φωτεινό μήνυμα στην Ευρώπη.

Ο Παρθενώνας, που υμνήθηκε από αμέτρητους συγγραφείς, ιστορικούς, μελετητές και καλλιτέχνες όλου του κόσμου, αποτέλεσε τον πόλο έλξης αναρίθμητων περιηγητών που τον επισκέπτονταν καθημερινά για να θαυμάσουν και να διδαχθούν τέχνη και πολιτισμό.   Δυστυχώς, όμως, δεν περιορίστηκαν μόνο στο θαυμασμό και στην μελέτη του μνημείου, διότι την εποχή εκείνη συνηθιζόταν κάθε επισκέπτης της Ακρόπολης, να παίρνει μαζί του ένα «σουβενίρ» για την συλλογή του και ως ανάμνηση της επίσκεψης του σε αυτό το υπέρλαμπρο μνημείο της ελληνικής κλασικής εποχής. Το βάρος του μαρμάρου τους υποχρέωνε να επιλέγουν ποιοτικά κομμάτια, τμήματα γλυπτικών συνθέσεων και αρχιτεκτονικά μέλη που έφεραν ιδιαίτερη γλυπτική διακόσμηση.

Ώσπου το 1801 ο Έλγιν ενδιαφέρθηκε και για την ποιότητα και για την ποσότητα. Ως πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός που ο Οράτιος Νέλσον το 1798 κατέστρεψε κυριολεκτικά στη ναυμαχία του Νείλου τον στόλο του Ναπολέοντα από τον οποίο κινδύνευε η Οθωμανική αυτοκρατορία, και κατόρθωσε να προμηθευτεί το περιβόητο φιρμάνι. Αυτό το φιρμάνι επέτρεπε στον Έλγιν να σχεδιάσει και να αντιγράψει τα γλυπτά του Παρθενώνα.

Ο Έλγιν όμως, προσφέροντας μπαξίσια στον Τούρκο διοικητή κατόρθωσε να αποκτήσει πλήρη ελευθερία κινήσεων και εγκατέστησε μία ομάδα από καλλιτέχνες και εργάτες, οι οποίοι αντί να ασχοληθούν με τον σχεδιασμό και την κατασκευή αντιγράφων, χρησιμοποιώντας λοστούς και πριόνια άρχισαν να τεμαχίζουν και να κατεδαφίζουν ότι ιερό και αξιοθαύμαστο εναπόθεσαν με σοφία στον ναό της Αθηνάς τα θεϊκά χέρια των Ελλήνων δημιουργών. Δεν σεβάστηκαν τίποτε. Ούτε την ιερότητα του χώρου, ούτε την ελληνική ευαισθησία και φυσικά δεν υπολόγισαν την ζημιά που προκαλούσαν στην στατικότητα του μνημείου. Οι εντολές που έδωσε ο Έλγιν στον Ιταλό επιστάτη, τον Λουσιέρι, ήταν ξεκάθαρες. «Ότι πολυτιμότερο υπάρχει και όσα περισσότερα μπορείτε» (10/06/1801). Έκπληκτοι οι ξένοι περιηγητές, άνθρωποι των Γραμμάτων, της Τέχνης και του Πνεύματος, είδαν ξαφνικά τον Παρθενώνα να μετατρέπεται σε εργοτάξιο κατεδαφιστών. Οι περιγραφές και οι αφηγήσεις βρετανών περιηγητών που ήταν παρόντες στην αρπαγή των Γλυπτών δίνουν την εικόνα της βαρβαρότητας και της αγαρμποσύνης των ανθρώπων του Έλγιν.

Ο καθηγητής ορυκτολογίας Έντουαρτ Ντάνιελ Κλαρκ, περιέγραψε την σκηνή απόσπασης μιας μετώπης, η οποία ξέφυγε από τα χέρια των εργατών από ύψος 12 μέτρων και κομματιάστηκε πέφτοντας επάνω στις βαθμίδες του Παρθενώνα. «Είδαμε με θλίψη το κενό που δημιουργήθηκε από την αφαίρεση της μετώπης. Όλοι οι ηγεμόνες όσα μέσα και πλούτη κι αν διαθέτουν δε θα μπορέσουν ποτέ να αποκαταστήσουν αυτή την ζημιά».

Ο Έντουαρτ Ντόνγουελ, συγγραφέας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέϊμπριτζ, που επισκέφτηκε δύο φορές την Αθήνα μία το 1801, όταν άρχισαν οι κατεδαφιστικές επιχειρήσεις και μία το 1805 που είδε να ολοκληρώνεται η καταστροφή έγραψε: «Δοκίμασα την λύπη και την ταπείνωση να παραστώ ενώ ο Παρθενώνας γυμνώνονταν από τα λαμπρότερα γλυπτά. Μερικά δε από αυτά ρίχνονταν καταγής από ύψος 12 μέτρων. Στρέφαμε με αποτροπιασμό το πρόσωπό μας να μην δούμε αυτές τις βέβηλες πράξεις που κατέστρεψαν ότι παρήγγειλε η υψηλή διάνοια του Περικλή και ότι εκτέλεσε η μεγαλοφυΐα του Φειδία». Και συνεχίζει λέγοντας: «Γι αυτό το σαρωτικό έγκλημα δεν θα πάψουμε ποτέ να θρηνούμε».

Συγκλονιστική είναι η αφήγηση ενός άλλου βρετανού, του διάσημου νεοκλασικού αρχιτέκτονα Ρόμπερκ Σμερκ, που παρακολουθούσε τους ανθρώπους του λόρδου Έλγιν να αποξηλώνουν με βίαιο και άγαρμπο τρόπο τις πλάκες της ζωφόρου. «Ενοχλήθηκα ιδιαίτερα όταν έβλεπα τους εργάτες του Έλγιν να μετακινούν με λοστούς τα μάρμαρα των τοίχων για να πριονίσουν τις ανάγλυφες παραστάσεις. Οι πέτρες που έπεφταν στο δάπεδο του ναού τράνταζαν όλο το έδαφος με έναν κενό ήχο που έμοιαζε σαν σπασμωδικό μουγκρητό του πνεύματος του ναού».

Η αρπακτικότητα όμως του Έλγιν δεν περιορίστηκε μόνο στον Παρθενώνα. 15 μετώπες, 56 πλάκες της ζωφόρου μήκους 60 μέτρων, 17 μορφές από τα αετώματα, 1 σπόνδυλο και 1 κιονόκρανο αποσπάσθηκαν με βίαιο και άγαρμπο τρόπο προκαλώντας και ζημιές στα γειτονικά τμήματα αυτών. Άρπαξε μία Καρυάτιδα και έναν Ιωνικό κίονα και τμήματα του γείσου  από το Ερέχθειο, στερώντας το μνημείο από βασικά δομικά και διακοσμητικά στοιχεία. Αυτά, μαζί με τέσσερις πλάκες από τη ζωφόρο του ναού της Αθηνάς Νίκης και ένα κιονόκρανο από τα Προπύλαια, σήμερα βρίσκονται Βρετανικό Μουσείο μακριά από τα μνημεία και τις θέσεις που είχαν επιλέξει φωτισμένοι Έλληνες γλύπτες.

Την περίοδο που ο Λόρδος Έλγιν είχε επιδοθεί στο καταστροφικό του έργο στην Ακρόπολη, οι αντιδράσεις από ελληνικής πλευράς εκδηλώθηκαν από την πρώτη στιγμή. Περιορίστηκαν όμως σε μορφή βουβού παράπονου και αβάσταχτου πόνου, καθώς οι σκλαβωμένοι Έλληνες ένοιωθαν πιο έντονη την τυραννία των Οθωμανών που δεν τους επέτρεπε να εμποδίσουν τον Έλγιν στην λεηλασία των μνημείων.

Ο Αθανάσιος Ψαλλίδας από τα Γιάννενα είπε σε έναν βρετανό περιηγητή: «Εσείς οι Άγγλοι, που παίρνετε τα έργα των προγόνων μας, να τα φυλάξετε καλά, γιατί κάποτε εμείς οι Έλληνες θα έρθουμε να τα ζητήσουμε».

Στο ημερολόγιό της η Μαίρη Έλγιν, γυναίκα του λόρδου στις 5 Απριλίου 1802, γράφει πως ένας Έλληνας εργάτης της είπε ότι καθώς αποξήλωναν τα αγάλματα τα άκουσε να βγάζουν πονεμένες φωνές.

Για την κλεμμένη Καρυάτιδα, την ξενιτεμένη κόρη των Αθηνών, που αποχωρίστηκε από τις πέντε αδερφές της, υπάρχουν συγκλονιστικές αφηγήσεις, ποιήματα και προτάσεις επιστροφής της. Στον «Θρήνο της Καρυάτιδας», ο βρετανός συγγραφέας Φρέντερικ Νορθ Ντάγκλας (1791-1819), γράφει: «Ο υπηρέτης του διοικητή της Ακρόπολης μου επιβεβαίωσε ότι οι πέντε Καρυάτιδες που έχασαν την αδερφή τους, τα βράδια εξέφραζαν την λύπη τους με θλιβερούς αναστεναγμούς και όταν άκουγε αυτό το παράπονο ένοιωθε τόση συγκίνηση που αναγκαζόταν να απομακρυνθεί». Και πάλι ο Ντάγκλας αναφέρει: «Μου φαίνεται κατάφωρη αδικία να αποστερούν από ένα αδύναμο και φιλικό έθνος το πιο πολύτιμο αγαθό του, που είναι η πολιτιστική του κληρονομιά. Απορώ με το θράσος του χεριού που τόλμησε να αποσπάσει αυτά που ο Φειδίας τοποθέτησε κάτω από το βλέμμα του Περικλή».

Όταν μετά από πολλές περιπέτειες τα Γλυπτά έφθασαν στο Λονδίνο και μεταφέρονταν από αποθήκη σε αποθήκη, ξέσπασε μεγάλη θύελλα αντιδράσεων. Επίσημα πρόσωπα εξέφρασαν την λύπη τους που ένας Άγγλος σε αξιοσέβαστη θέση και εκπρόσωπος του στέμματος προέβη σε αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις.

Την μεγαλύτερη όμως αντίδραση προκάλεσε ένας άλλος λόρδος της Αγγλίας, ο φιλέλληνας Λόρδος Μπάιρον που με την ποιητική του φωνή μαστιγώνει με ανελέητη γλώσσα τις βάρβαρες πράξεις του Έλγιν εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός σκλαβωμένου λαού που κάποτε ένδοξος και ελεύθερος υπήρξε. Σε ένα ποίημά του έγραψε: «Τυφλά είναι τα μάτια που δεν δακρύζουν βλέποντας τη λεηλασία των ιερών από βέβηλα χέρια εγγλέζων…», «Καταραμένη να ‘ναι η ώρα που ξεχύθηκαν από το νησί τους για να γκρεμίσουν τα ιερά που φθονεροί καιροί σεβάστηκαν και τύραννοι άφησαν όρθια…», «Ελάτε λοιπόν εσείς οι κλέφτες ελεεινοί να συλήσετε ότι απόμεινε στον μαραμένο τόπο και ότι οι προσκυνητές ζητούν να δουν…». Στο ποίημά του «η Κατάρα της Αθηνάς», ο Μπάιρον βλέπει τον εαυτό του ανάμεσα στα χαλάσματα του Παρθενώνα. Καθώς καταμετρά τα ερείπια, παρουσιάζεται μπροστά του η ίδια η Αθηνά με πληγωμένη την πανοπλία και σπασμένο δόρυ: «Θνητέ, αυτό το ύφος της ντροπής δείχνει ότι είσαι Βρετανός. Κάποτε όνομα τιμώμενο, πρώτο ανάμεσα στους δυνατούς ηγήτορες της ελευθερίας. Τώρα είσαι ολιγότερο τιμώμενος. Γύρω σου κοίτα, κοίτα καλά τούτον τον άδειο βεβηλωμένο ναό. Μέτρα ξανά τα λεηλατημένα με τη βία ερείπια. Ηγέτης των εχθρών σου η Παλλάδα θε να είναι». Στην συνέχεια ο Μπάιρον τολμά να δώσει μία απάντηση στο ξέσπασμα της Αθηνάς: «Μην κατηγορείς την Αγγλία γι’ αυτήν την τρομερή πράξη. Η Αγγλία τον αποκηρύσσει διότι είναι Σκότος και σ’ αυτήν την χώρα η Θεά της σοφίας ποτέ δεν μπόρεσε να βασιλέψει». «…Ας είναι καταραμένη η ώρα που έστειλε αυτόν τον τιποτένιο σ’ αυτόν τον αγιασμένο τόπο…».

Η κατάρα της Αθηνάς, έπιασε στον Έλγιν, ο οποίος υπέστη πολλές συμφορές και αναγκάστηκε να πουλήσει τα Γλυπτά στην βρετανική κυβέρνηση και στην συνέχεια οι ελληνικοί θησαυροί να καταλήξουν στο Βρετανικό Μουσείο. Κατά την συζήτηση που έγινε στην βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο, ο σερ Τζον Νιούπορτ στις 15 Ιουνίου 1815 είπε τα εξής: «Φοβάμαι ότι ο Έλγιν έχει διαπράξει τις πλέον σκανδαλώδεις πράξεις λεηλασίας».

Ο Χιού Χάμερσλι στις 7 Ιουνίου 1816, δήλωσε ότι ο Έλγιν όφειλε να σεβαστεί το υψηλό του αξίωμα και  πρότεινε στην Βρετανική κυβέρνηση να αγοράσει τα γλυπτά με σκοπό της φύλαξή τους και όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες, να επιστραφούν στη χώρα όπου δημιουργήθηκαν. Θεωρήθηκε  απαραίτητο ότι έπρεπε να γνωστοποιηθεί, ότι η Βρετανία κρατά και φυλάσσει τα έργα αυτά, μέχρις ότου ζητηθούν από τους τωρινούς ή μελλοντικούς κυρίους της Αθήνας και δεσμεύεται να επιστρέψει αυτά, χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις και διαπραγματεύσεις. Κάνοντας κριτική στην ατιμία της συναλλαγής με την οποία αποκτήθηκε η συλλογή, ανέφερε: «…Θα έπρεπε δε να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια να απαλείψουμε αυτό το στίγμα και όχι να τα τοποθετήσουμε στο μουσείο μας».

Κατά την διαπραγμάτευση που έγινε για την τιμή των Γλυπτών, ο Έλγιν έθεσε σαν όρο τα έργα των Ελλήνων δημιουργών να φέρουν το όνομά του. Από τότε όλη η ανθρωπότητα εκτελεί την εντολή αυτού του ανέντιμου λόρδου και τα αποκαλεί: ‘ΕΛΓΙΝΕΙΑ ΜΑΡΜΑΡΑ’. Τα έργα τέχνης όμως, αξιότιμες κυρίες και αξιότιμοι κύριοι, παίρνουν το όνομα του δημιουργού ή το όνομα του μνημείου για το οποίο δημιουργήθηκαν. Είναι τα Γλυπτά του Φειδία, του Μύρωνα, του Αλκαμένη και των άλλων δημιουργών της ελληνικής αρχαιότητας. Είναι τα Γλυπτά του Παρθενώνα, του Ερεχθείου, του Ναού της Αθηνάς Νίκης. Δεν είναι τα Γλυπτά του αρχαιοκάπηλου και ιερόσυλου λόρδου που καταλήστεψε και βεβήλωσε τα μνημεία μας.

Ο Μανόλης Ανδρόνικος αγαπητοί μου  τα αποκαλούσε Παρθενώνεια Γλυπτά. Όσο για την Μελίνα Μερκούρη είχε πει: «Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα. Υπάρχουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα όπως υπάρχει ο Δαυίδ του Μιχαήλ Άγγελου, ή η Μόνα Λίζα του Νταβίντσι και όπως θα έλεγα και εγώ η Αφροδίτη της Μήλου ή η Νίκη της Σαμοθράκης, ο Ερμής του Πραξιτέλους». Είναι λοιπόν τα Γλυπτά του Παρθενώνα, και για μένα ίσως είναι πιο σωστό να τα αποκαλούμε τα ΓΛΥΠΤΑ της ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ γιατί δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθεί η Καρυάτιδα, ο Κίονας του Ερέχθειου και οι πλάκες από τη ζωφόρο του ναού της Αθηνάς Νίκης.

Στην αρχή της ομιλίας μου έγινε αναφορά για τις αντιδράσεις των καθηγητών Έντουαρτ Ντάνιελ Κλαρκ και του Έντουαρτ Ντονγουέλς, την άποψη για την λεηλασία του βουλευτή Τζον Νιούπορτ, την πρόταση του Χιου Χάμερσλι και την ποιητική κραυγή του λόρδου Μπάιρον, που με τα ποιήματά του δημιούργησε μία νότα ρομαντισμού και ένα κλίμα φιλελληνισμού.

Σας διάβασα και ένα απόσπασμα από τον «Θρήνο της Καρυάτιδας» του Φρέντερικ Νορθ Ντάγκλας. Όλα αυτά συνέβησαν τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Από τότε μέχρι σήμερα όλη αυτή την μακρά περίοδο δεν σίγησαν οι φωνές από επίσημα ιστορικά πρόσωπα, από ανθρώπους του Πνεύματος, της Τέχνης και της Επιστήμης.

Ο φιλόσοφος, ιστορικός και αρθρογράφος Φρέντερικ Χάρισον που ήταν φίλος του Ιωάννη Γενναδίου, σε ένα οκτασέλιδο άρθρο με τίτλο «ΔΩΣΤΕ ΠΙΣΩ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ» κάνει έκκληση στα ευγενέστερα αισθήματα του αγγλικού έθνους. Θα αναφέρω επιγραμματικά μερικά αποσπάσματα αυτού του άρθρου όπως: «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα είναι για το ελληνικό έθνος χίλιες φορές πιο πολύτιμα από όσο για το αγγλικό έθνος. Κανένας λαός στον κόσμο δεν υπερασπίζεται τόσο έντονα τα εθνικά του μνημεία όσο οι Έλληνες». «Κάθε θραύσμα στην Ακρόπολη είναι ιερό και σεβαστό όσο τα οστά ενός ήρωα». «Με ποιο δικαίωμα συνεχίζουμε να τα κρατάμε μακριά από τους σπουδαστές και τους προσκυνητές που συρρέουν στην Ακρόπολη;» «Κάθε γνήσιος άγγλος κοκκινίζει από ντροπή και αγανακτεί όταν βλέπει τα τραύματα που άφησε το πέρασμα του Έλγιν στον Παρθενώνα. Είναι σαν να ξεριζώσαμε τα μάτια του Φειδία. Ποια θα ήταν η δική μας στάση αν κάποιος λεηλατούσε τα μνημεία μας;» Κλείνοντας το άρθρο του ο Φρέντερικ Χάρισον, θεωρεί τα επιχειρήματα των βρετανών απλός σοφιστείες και παροτρύνει κάθε γνήσιο Άγγλο που φροντίζει για την υπόληψη της πατρίδας του, να συνηγορεί υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών της Ακρόπολης.

Ο Σερ Ρότζερ Κεισμεντ που αναστατώθηκε από το άρθρο του Χάρισον έγραψε ένα ποίημα όπου ξεχειλίζει το συναίσθημα: «Επιστρέψτε τα μάρμαρα. Αφήστε τα ακηλίδωτα, καθάρια κάτω από τον αττικό ουρανό…»  «…αφήστε τα να αγρυπνούν εκεί όπου η τέχνη στέκει άγρυπνη πάνω από τον τάφο του Φειδία».

Ο κορυφαίος Άγγλος ποιητής Τόμας Χάρντι σε ένα ποίημα του παρουσιάζει τους θεούς να δυσανασχετούν, να  διαμαρτύρονται και να ζητούν να επιστρέψουν στο φωτεινό βράχο της Ακρόπολης: «Ω! τι θλίψη. Εμείς οι θεοί που πουληθήκαμε για το χρυσάφι των Βορείων και βρεθήκαμε σε τούτη την ανήλιαγη αίθουσα όπου του ήλιου το φως αρνείται νάρθει και η γλυκιά Αυγή φτάνει παγωμένη…»

Για την κλεμμένη Καρυάτιδα, την ξενιτεμένη κόρη των Αθηνών, έχουν γίνει πολλές προτάσεις για την επιστροφή της και έχουν γραφτεί πολλά συγκινητικά ποιήματα. Ο Τζωρτζ Ναθάνιελ Κάρζον παρομοιάζει την Καρυάτιδα στο Βρετανικό Μουσείο σαν την Νιόβη που θρηνεί την λίθινη μοναξιά της.

Το 1924 ο νεαρός Χάρολντ Νίκολσον, υπάλληλος του βρετανικού υπουργείου εξωτερικών, ειδικευμένος στα ελληνικά θέματα, πρότεινε στις 19 Απριλίου 1924, που συμπληρώνονταν 100 χρόνια από το θάνατο του λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι, να αναλάβει η κυβέρνηση κάποια πρωτοβουλία για να γιορτάσει με ένα άγημα του βρετανικού στόλου στον κόλπο της Κορίνθου και να χαιρετήσει με κανονιοβολισμούς το Μεσολόγγι και συμπλήρωσε ότι δίνονταν μια ευκαιρία με μια γενναιόδωρη χειρονομία να επιστραφεί η Καρυάτιδα.

Το 1927 ο Ιωάννης Γεννάδιος επαναφέρει το θέμα της επιστροφής των γλυπτών στη διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου. Στην απάντηση μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «αν η Καρυάτιδα επιστραφεί θα καταστραφεί, ενώ στο Βρετανικό Μουσείο είναι ασφαλής». Το πόσο ασφαλής είναι σήμερα η Καρυάτιδα θα το δείτε σε λίγο στις φωτογραφίες τις οποίες τράβηξα κατά την δεύτερη επίσκεψη μου στο Βρετανικό Μουσείο το 2002.

Αξιότιμες Κύριες και Αξιότιμοι Κύριοι,

Οι κλεμμένοι πολιτιστικοί μας θησαυροί, όσα έχουν υποστεί, κατά την αποξήλωση τους και τη μεταφορά τους, άλλα τόσα έχουν υποστεί μέσα στο Βρετανικό Μουσείο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς και για την κατασκευή γύψινων εκμαγείων. Γνωρίζω πολύ καλά ότι για να κατασκευάσεις ένα αντίγραφο, πρέπει να μετακινήσεις και να ανατρέψεις το πρωτότυπο πολλές φορές. Αν μπορείτε να φανταστείτε τις απαράδεκτες αυτές σκηνές, καθώς τα αριστουργήματα του Φειδία, του Αλκαμένη, μετακινούνταν, σαν άψυχοι και απρόσωποι όγκοι, από τα χέρια των εργατών του Βρετανικού Μουσείου, κι αν μπορείτε φυσικά να φανταστείτε, τι φθορές έχουν προκληθεί σ’αυτά, καθώς οι επιφάνειες – μετά από τόσα που έχουν υποστεί –  είναι πολύ εύθραυστες.

Από τις αποκαλύψεις του Βρετανού συγγραφέα Ουίλιαμ Κλαιρ, πληροφορούμαστε τι συνέβη στα υπόγεια του Βρετανικού Μουσείου το 1938. Ο Λόρδος Ντουβίν, δωρητής της αίθουσας που στεγάζει τα γλυπτά του Παρθενώνα, ζήτησε από τους υπεύθυνους του Μουσείου να καθαρίσουν από τα γλυπτά την πατίνα του χρόνου, γιατί ήθελε να τα βλέπει πιο λευκά. Εκείνο που κατάφεραν πολύ καλά, ήταν –  χρησιμοποιώντας μεταλλικές βούρτσες – να καθαρίσουν κυριολεκτικά, και να εξαφανίσουν από τις ιστορικές επιφάνειες των γλυπτών, τα ίχνη της σμίλης του Φειδία. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε νέες φθορές στις εύθραυστες επιφάνειες των μαρμάρων και στέρησε τη δυνατότητα στους ειδικούς επιστήμονες για μελλοντικές μελέτες στις επιφάνειες των μαρμάρων.

Παρόμοια περιστατικά, ασέβειας και κακομεταχείρισης των γλυπτών της Ακρόπολης, συμβαίνουν και σήμερα. Όταν οι αίθουσες ενοικιάζονται για δεξιώσεις, ποιος φύλακας θα τολμούσε να κάνει  μια παρατήρηση στους επίσημους καλεσμένους και σ’ αυτούς που πληρώνουν, για να κάνουν επιδείξεις μόδας, όπως αυτή της φωτογραφίας.    Αυτά τα απαράδεκτα γεγονότα, που βλέπουμε πολύ τακτικά να δημοσιεύονται στον Τύπο, έχουν ευαισθητοποιήσει και την παγκόσμια κοινή γνώμη. Η επιστροφή των Γλυπτών αποτελεί πλέον την απαίτηση όλου του πολιτισμένου κόσμου και της πλειοψηφίας των Βρετανών πολιτών.

Όσοι ακόμα δεν πείθονται ότι τα γλυπτά πρέπει να επιστραφούν στην Αθήνα, ας πάνε στην Ακρόπολη να αφουγκραστούν τα μάρμαρα, ας πάνε να δούνε τις γυμνές όψεις των μαρμάρων από όπου πριονίστηκε η ζωφόρος. Ας αντικρίσουν τις κενές θέσεις των αετωμάτων, όπου ο Φειδίας κάτω από το βλέμμα του Περικλή τοποθέτησε αυτά τα αριστουργήματα των ελλήνων δημιουργών. Αν τολμούν ας κοιτάξουν στα μάτια τις Καρυάτιδες να δουν τη μαρμαρωμένη θλίψη τους για την ξενιτεμένη αδερφή και ας ρωτήσουν τους χιλιάδες ταξιδιώτες από όλον τον κόσμο που καθημερινά επισκέπτονται την Ακρόπολη. Που θα προτιμούσαν να θαυμάζουν τα αριστουργήματα του Φειδία και των άλλων δημιουργών της ελληνικής αρχαιότητας, στην ηλιόλουστη πατρίδα τους στην Αθήνα ή στο σκοτεινό τόπο εξορίας τους το Λονδίνο;

Η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη είχε πει: «Ελπίζω, πριν πεθάνω να δω τα μάρμαρα του Παρθενώνα στον τόπο μας. Αν όμως επιστρέψουν αφού πεθάνω θα ξαναγεννηθώ». Εγώ αγαπητοί μου πιστεύω πως κάποια μέρα η Μελίνα θα ξαναγεννηθεί. Ήρθε πλέον ο καιρός το όραμα της Μελίνας να γίνει πραγματικότητα. Ένα όραμα που εκφράζει όλον τον ελληνικό λαό και την παγκόσμια κοινή γνώμη. Οι επιτροπές που έχουν συσταθεί  σε πολλές χώρες, διάφοροι φορείς, οργανώσεις και προσωπικότητες από όλον τον κόσμο πιέζουν όλο και περισσότερο τους υπεύθυνους του Βρετανικού Μουσείου.

Πρέπει όμως να βγει προς τα έξω και η φωνή η δική μας. Η φωνή του απλού Έλληνα. Η φωνή των νέων της Ελλάδας. Πρέπει η παγκόσμια κοινή γνώμη να πληροφορηθεί ότι ο ελληνικός λαός που στερήθηκε για δύο αιώνες το πιο σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής του κληρονομιάς ζητά επίμονα από τους Βρετανούς την επιστροφή αυτών των πολιτιστικών θησαυρών που είναι η ψυχή και η ταυτότητα των Ελλήνων.